#62
Ραντεβού στο λεωφορείο...
Κάποια μέρα τον Αύγουστο του 2007
Βρισκόμουν στο χωριό μου. Περίμενα το τοπικό λεωφορείο, που θα με μετέφερε σε έναν αρχαιολογικό χώρο, στον οποίο δούλευα τότε. Καθώς πλησίαζε το όχημα, συνειδητοποίησα ότι ήταν άδειο. Δίπλα μου δε βρισκόταν κανείς. Μοιραία, το γεγονός ότι θα ήμουν μόνη, σε ένα λεωφορείο, με έναν άγνωστο άνθρωπο, μου προκαλούσε τέτοιο φόβο, ώστε όταν άνοιξε η πόρτα, έκανα ότι δε με αφορούσε το λεωφορείο. Η αντίδραση του οδηγού; Ανασήκωσε τους ώμους του με αδιαφορία! Εκνευρίστηκα! Παρά την αφόρητη ζέστη, περπάτησα 15χλμ. για να φτάσω στον προορισμό μου. Περιττό να αναφέρω ότι στην επιστροφή έπραξα το ίδιο.
Την επόμενη μέρα, οι δυνάμεις μου με είχαν εγκαταλείψει. Επιβιβάστηκα στο λεωφορείο, μιας και δεν είχα άλλο τρόπο. Εκείνος είχε ένα χαμόγελο, λες και είχε διαβάσει όλες τις σκέψεις, που είχα κάνει το προηγούμενο βράδυ, για το πόσο αδιάφορη θα έπρεπε να δείχνω, καθώς θα έμπαινα στο λεωφορείο. Ανέβηκα απ’την πίσω πόρτα και κάθισα όσο πιο πίσω μπορούσα· να μην τον βλέπω, να μη με βλέπει. Ενώ άκουγα μουσική στα ακουστικά μου, σκεφτόμουν όλα τα φεμινιστικά μου για το ότι δεν είχα δίπλωμα οδήγησης ή δικό μου αυτοκίνητο κι εξαρτιόμουν από έναν κυνικό άντρα, που με ειρωνευόταν. Το επόμενο πρωινό, αφού επιβιβάστηκα στο λεωφορείο, πάντα απ’την πίσω πόρτα, εκείνος έβαλε ραδιόφωνο. Πάλι, κάθισα στις πίσω θέσεις και έβαλα τα ακουστικά.
Καθημερινά, επαναλαμβανόταν το ίδιο, ώσπου μια μέρα σταματάει το λεωφορείο και η πίσω πόρτα δεν ανοίγει. Μου φωνάζει από μέσα: «Είναι χαλασμένη! Έλα από τη μπροστινή.». Με έλουσε κρύος ιδρώτας. Μπαίνω από την πρώτη πόρτα. Από τα ηχεία ακούγεται άλλο είδος μουσικής από την προηγούμενη μέρα. Αναγκαστικά, κάθισα σε πιο μπροστινή θέση. Στο τέλος της δικής μου διαδρομής, ετοιμάζομαι να κατεβώ από την πρώτη πόρτα. Σταματάμε και ανοίγουν και οι δύο πόρτες! Τον κοιτάω και μου λέει αμήχανος: «Ωχ… θα’φτιαξε!». Κατέβηκα έχοντας, αντίστοιχα, ένα αμήχανο χαμόγελο. Την επόμενη μέρα, πέτυχε στο ραδιόφωνο ένα τραγούδι, που μου άρεσε τότε. Κατεβάζω τα ακουστικά. Όταν με άφησε στη στάση, μου λέει: «Στις 7, λοιπόν;». Μάλλον, χαμογέλασα. Σίγουρα, κοκκίνισα!
Περάσανε κάποιοι μήνες, τηρώντας, καθημερινά, αυτό το «ραντεβού». Μερικά βλέμματα και χαμόγελα από τον καθρέφτη βοήθησαν στο να αποκτήσουμε οικειότητα, ώστε μια μέρα μου λέει: «Έχεις δει τα αστέρια από τη λίμνη;» -έχουμε μία μικρή λίμνη στην περιοχή μας-. «Φυσικά!», του λέω. «Ναι, αλλά από λεωφορείο;», ήταν η απάντηση, που όρισε το πρώτο μας, κανονικό ραντεβού. Είδα τον ουρανό με τ’άστρα, στην κυριολεξία! Βρισκόμασταν στην οροφή του λεωφορείου όλη τη νύχτα, χαζεύοντας τον ουρανό και μιλώντας για τα όνειρά μας. Επιπλέον, μου είπε ότι τον ταλαιπώρησε αρκετά, να βρει τι μουσική ακούω, μιας και όπως μου εξήγησε, κάθε μέρα, δοκίμαζε ένα διαφορετικό είδος μουσικής, για να καταλάβει τις προτιμήσεις μου, να μου τραβήξει την προσοχή και να μπορέσει να μου μιλήσει. Φιληθήκαμε για πρώτη φορά…
Μου ζήτησε να βρεθούμε ξανά στην λίμνη το μεθεπόμενο απόγευμα. Το πρωί εκείνης της ημέρας, έλαβα την απάντηση, που περίμενα για ένα βιογραφικό, που είχα στείλει στην Αθήνα. Δυστυχώς, δεν κατάφερα να τον ειδοποιήσω…
13 Ιανουαρίου του 2009
Αυτή τη μέρα… τη θυμάμαι! Εκείνος είχε, μόλις, πιάσει δουλειά ως οδηγός στο μετρό. Εγώ είχα τελειώσει τη βάρδιά μου απ’τη δουλειά. Μια μέρα, καθώς οδηγούσε, με είδε να στέκομαι στις αποβάθρες σε μία στάση του μετρό. Ο συνοδηγός του δεν του επέτρεψε εν ώρα υπηρεσίας να έρθει και να μου μιλήσει. Την επόμενη μέρα, όμως, είχε φροντίσει να πάρει άδεια και να περιμένει στην ίδια στάση του μετρό. Με είδε τελευταία στιγμή στην απέναντι αποβάθρα της ίδιας στάσης. Με ακολούθησε. Έφτασα στην πολυκατοικία. Ανοίγοντας την πόρτα της εισόδου, εκείνος προλαβαίνει να μπει. Μπαίνω στο ασανσέρ και μπαίνει και εκείνος, αμέσως, μαζί μου, λέγοντας: «Σε βρήκα!». Για λίγα δευτερόλεπτα δεν μπορούσα να μιλήσω, ώσπου λέω το τετριμμένο: «Τι κάνεις εσύ εδώ;». Μου απαντάει: «Δεν είναι τυχαίο, σε ακολούθησα.». Στη συνέχεια, μου διευκρίνισε πως με βρήκε και κάνουμε συνοπτικό διάλογο για τις αλλαγές στις ζωές μας. Είχαμε και οι δύο αυτό το γνωστό χαμόγελο της αμηχανίας, όταν μου είπε: «Γιατί δεν ήρθες, τότε, στη λίμνη;». Του εξήγησα ότι χρειάστηκε να έρθω, επειγόντως, στην Αθήνα. Μου εξέφρασε το πόσο άσχημα ένιωσε και ότι έκανε τόσες ετοιμασίες για εκείνη τη συνάντηση. Όταν μου είπε ότι θα μπορούσα να τον είχα ειδοποιήσει, του απάντησα ότι δεν είχα τον αριθμό του, ενώ εκείνος συμπλήρωσε βιαστικά: «Δεν μου τον ζήτησες!». Εκείνη τη στιγμή, κάλεσαν το ασανσέρ. Βρήκα τα λόγια μου και το μόνο που κατάφερα να πω, είναι: «Όλα έγιναν πολ-» και με διέκοψε, λέγοντας: «Θες να πάμε για καφέ, τώρα; … Είναι 7!», δείχνοντάς μου το ρολόι του. Το ασανσέρ σταμάτησε. Άνοιξε την πόρτα ο φίλος μου, ο οποίος με φίλησε, λέγοντάς μου: «Σε είδα απ’το παράθυρο, που ερχόσουν. Χαίρεται! Χάρης!». Είχε ακούσει, προφανώς, ομιλίες και του συστήθηκε.
Όσα ειπώθηκαν από τη χειραψία τους και έπειτα, δεν τα θυμάμαι. Φυσικά, μετά από αυτό δεν μιλήσαμε, ούτε βρεθήκαμε ποτέ.
Αυτή είναι η ιστορία μας… Μακάρι να είχε διαφορετική εξέλιξη μετά από την τελευταία μας συνάντηση…
Σας ευχαριστώ πολύ. Είναι πολύ όμορφο αυτό που κάνετε…